- ἐπικέκλεο
- ἐπικέλομαιcall uponaor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ἐπικέλομαιcall uponaor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικέλομαι — ἐπικέλομαι (ποιητ. τ.) (Α) (αποθ.) 1. επικαλούμαι («πολλά κατηρᾶτο, στυγερός δ’ ἐπεκέκλετ’ Ἑρινῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. και απρμφ.) συμβουλεύω, ενθαρρύνω («τεῷ ἐπικέκλεο παιδί», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλομαι «προτρέπω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek